- τρώγλη
- nid
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
τρώγλη — hole formed by gnawing fem nom/voc sg (attic epic ionic) τρῶγλα hole formed by gnawing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρώγλῃ — τρώγλη hole formed by gnawing fem dat sg (attic epic ionic) τρῶγλα hole formed by gnawing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρώγλη — η, ΝΜΑ, και τρῶγλα Α 1. κοιλότητα γης, φυσική ή τεχνητή, σπηλιά 2. φωλιά ζώου νεοελλ. μτφ. ανήλιος, ανθυγιεινός και στενόχωρος τόπος κατοικίας («είναι τόσο φτωχός ώστε ζει σε μια τρώγλη») αρχ. 1. οπή σε τοίχο ή σε ύψωμα, ποντικότρυπα 2. οπή σε… … Dictionary of Greek
τρώγλη — η 1. κοιλότητα της γης, σπηλιά. 2. φωλιά ζώου. 3. μτφ., ανήλιαγη και στενόχωρη κατοικία: Ο καημένος μένει σε μια τρώγλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρωγλέων — τρώγλη hole formed by gnawing fem gen pl (epic ionic) τρῶγλα hole formed by gnawing fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωγλῶν — τρώγλη hole formed by gnawing fem gen pl τρῶγλα hole formed by gnawing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρῶγλαι — τρώγλη hole formed by gnawing fem nom/voc pl τρῶγλα hole formed by gnawing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρώγλαις — τρώγλη hole formed by gnawing fem dat pl τρῶγλα hole formed by gnawing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρώγλην — τρώγλη hole formed by gnawing fem acc sg (attic epic ionic) τρῶγλα hole formed by gnawing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρώγλης — τρώγλη hole formed by gnawing fem gen sg (attic epic ionic) τρῶγλα hole formed by gnawing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρώγλῃσι — τρώγλη hole formed by gnawing fem dat pl (epic ionic) τρῶγλα hole formed by gnawing fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)